-
1 палата
Палата представителей η Βουλή των Αντιπροσώπων 3) (учреждение) το επιμελητήριο*Торговая \Палата το Εμπορικό Επιμελητήριο* Оружейная \Палата το θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου* Книжная \Палата το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη* * *ж1) ( в больнице) ο θάλαμος2) полит. η βουλήпала́та представи́телей — η Βουλή των Αντιπροσώπων
3) ( учреждение) το επιμελητήριοТорго́вая пала́та — το Εμπορικό Επιμελητήριο
Оруже́йная пала́та — το Θησαυροφυλάκιο του Κρεμλίνου
Кни́жная пала́та — το Παλάτι των βιβλίων, η Βιβλιοθήκη
-
2 торговый
торгов||ыйприл ἐμπορικός:\торговый договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· \торговыйые книги τα ἐμπορικά κατάστιχα· \торговый агент ὁ ἐμπορικός ἀντιπρόσωπος· \торговыйая сеть τό ἐμπορικό δίκτυο· \торговыйое судно τό ἐμπορικό πλοίο· \торговый флот ὁ ἐμπορικός στόλος· ◊ \торговый дом ὁ ἐμπορικός οίκος· \торговыйая палата τό ἐμπορικό ἐπιμελητήριο. -
3 палата
палат||аж1. (больничная) ἡ αίθουσα, τό δωμάτιο·2. полит ἡ Βουλή:\палата депутатов ἡ Βουλή τῶν ἀντιπροσώπων3. (учреждение) τό ἐπιμελητήριο[ν]:торгован \палата τό ἐμπορικό ἐπιμελητήριο· \палата мер и весов ἡ ὑπηρεσία μέτρων καί σταθμών4. \палатаы мн. (дворец, хоромы) уст. τα ἀνάκτορα, τό παλατι· ◊ у него ума \палата разг εἶναι σπίρτο μονάχο, εἶναι τετραπέρατος. -
4 палата
-не.1. πλθ. (палатаашы, -лат) παλ.παλάτι, ανάκτορο.2. (παλ,) πολυτελές δωμάτιο.3. θάλαμος νοσοκομειακός.4. Βουλή•нижняя палата η κάτω.Βουλή•
верхняя палата η άνω Βουλή•
народная палата η λαϊκή Βουλή.
5. αίβουσα•судебная -η αίθουσα του δικαστηρίου•
торговая палата το εμπορικό επιμελητήριο.
εκφρ.ума палата у него – αυτός είναι τετραπέρατος ή πανδαήμονας. -
5 торг
-
6 палата
1. (государственное учреждение, ведающее чем-л.) η Βουλή 2. (представительное учреждение) το επιμελητήριο, η αίθουσαвнешнеторговая - см. торговая -3. (больничная) о θάλαμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > палата
См. также в других словарях:
επιμελητήριο — Οργάνωση σε τοπική, εθνική ή διεθνή κλίμακα, με σκοπό την εξυπηρέτηση διαφόρων κλάδων της οικονομίας και των αντίστοιχων επαγγελματικών τάξεων· είναι επιφορτισμένη με καθήκοντα ενημέρωσης, ανάπτυξης του κλάδου, διοικητικά κ.ά. Κατά την ιστορική… … Dictionary of Greek
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
Μορς, Σάμουελ Φίνλεϊ Μπριζ — (Samuel Finley Breeze Morse, Τσάρλεστον, Μασαχουσέτη 1791 – Νέα Υόρκη 1872). Αμερικανός εφευρέτης της ηλεκτρομαγνητικής τηλεγραφίας. Σπούδασε ζωγραφική στο Λονδίνο, όπου απέκτησε λογοτεχνική και καλλιτεχνική μόρφωση. Μετά την επιστροφή του στη… … Dictionary of Greek
Στρασβούργο — (Strasbourg). Πόλη (248.712 κάτ.) της ανατολικής Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Κάτω Ρήνος (4.755 τ. χλμ.), που βρίσκεται κοντά στο Ρήνο και πάνω στις δυο όχθες του Ιλ. Θεωρείται ιστορική πρωτεύουσα τη Αλσατίας, της οποίας είναι επίσης η… … Dictionary of Greek
Στρίκλαντ, Ουίλιαμ — (Strickland). Αμερικανός αρχιτέκτονας (Φιλαδέλφεια 1788 Νάσβιλ 1854). Υπήρξε μαθητής και συνεργάτης του Μ. Λατρόμπ και ένας από τους κορυφαίους εκπρόσωπους του ελληνικού ρυθμού στις ΗΠΑ. Ανάμεσα στα σπουδαιότερα έργα του διακρίνονται η Τράπεζα… … Dictionary of Greek